- ακόκκιστος
- -η, -ολέγεται για το βαμβάκι που δεν έχει καθαριστεί από τα σπέρματά τουπ. χ. ακόκκιστο βαμβάκιείναι το σύσπορο βαμβάκι που λαμβάνεται απευθείας από το φυτό τής βαμβακιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακόκκιστος — η, ο αυτός που δεν καθαρίστηκε από τους κόκκους, τα σκύβαλα: Το μπαμπάκι δεν πρέπει να μείνει ακόκκιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)